- περίτροχος
- -η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ [περιτρέχω]νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το περίτροχοσύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυραςμσν.-αρχ.1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.
Dictionary of Greek. 2013.