περίτροχος

περίτροχος
-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ [περιτρέχω]
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίτροχος — circular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτροχον — περίτροχος circular masc/fem acc sg περίτροχος circular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόχοις — περίτροχος circular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτροχα — περίτροχος circular neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THONITES — Armeniae maioris lacus in confinio Mesopotamiae piscosus est, et vestes polit, Eustath. Dionys. v. 987. Ε῎ςι δέ τις κατὰ μέςςα περίτροχος ὕδασι λίμνης Οὔνομα Ιθωνίτης, ἧς ἕλκεται ἐς μυχὰ Τίγρις Δυν´ων πολλὸν ἔνερθἑ πάλιν δ᾿ ἐξαῦτις ἀναχὼν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περίτροχο — το, Ν βλ. περίτροχος …   Dictionary of Greek

  • περιτροχώ — άω, Α [περίτροχος] περιτρέχω* …   Dictionary of Greek

  • περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτρόχιον — τὸ ΜΑ [περίτροχος] τροχός που στρέφεται γύρω από τον άξονά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”